- ανάκατα
- επίρρ. как попало; вперемешку, беспорядочно
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανάκατα — τροπ. επίρρ., άτακτα, άνω κάτω: Ανάκατα τα έβαλες τα βιβλία και δε βρίσκω άκρη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μίγδην — (Α μίγδην) επίρρ. 1. ανάκατα, ανάμικτα, ανακατωμένα 2. φρ. «φύρδην μίγδην» (για πράγματα ή καταστάσεις) σε μεγάλη ακαταστασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιγ τού μίγνυμι/μείγνυμι + επιρρμ. κατάλ. δην (πρβλ. φύρ δην)] … Dictionary of Greek
μιξονόμος — μιξονόμος, ον (Α) αυτός που βόσκει μαζί με άλλους ανάκατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιξο τού μίγνυμι* / μείγνυμι + νόμος (< νόμος < νέμω «βόσκω»), πρβλ. μηλο νόμος] … Dictionary of Greek
συμπεφυρμένως — Α επίρρ. ανάκατα, συγκεχυμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. συμπεφυρμένος τού συμφύρω «αναμιγνύω, ανακατεύω»] … Dictionary of Greek
συμφύρδην — Α επίρρ. 1. ανάμικτα, ανάκατα («πάντα ταράσσειν συμφύρδην», Νίκ.) 2. συγκεχυμένα («βαρβαρικαῑς τε φωναῑς... συμφύρδην ὑμῶν πεποιήκατε τὴν διάλεκτον», Τατιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συμφύρω «ανακατεύω» + επιρρμ. κατάλ. δην (πρβλ. μίγ δην)] … Dictionary of Greek
συρβάβυττα — Α επίρρ. άνω κάτω, άτακτα, ανάκατα. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό επίρρ., αβέβαιης ετυμολ., σχηματισμένο με α συνθετικό τη λ. σύρβη / τύρβη* «ταραχή, θόρυβος», ενώ το β συνθετικό συνδέεται πιθ. με το ρ. βύω «κλείνω, ταπώνω, φράζω» (πρβλ. τον τ. που… … Dictionary of Greek
τουρλού — το, Ν 1. φαγητό τού φούρνου με πολλά λαχανικά, κυρίως καλοκαιρινά 2. φρ. «τουρλού τουρλού» ανάκατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. turlu] … Dictionary of Greek
τύρβα — και σύρβα Α επίρρ. 1. ανάμικτα, ανάκατα, συγκεχυμένα 2. (κατά τον Ησύχ.) «μετὰ θορύβου». [ΕΤΥΜΟΛ. < τύρβη / σύρβη «σύγχυση» + επιρρμ. κατάλ. α (πρβλ. σάφα)] … Dictionary of Greek
φύρδην — ΝΑ, και δωρ. τ. φύρδαν Α επίρρ. νεοελλ. φρ. «φύρδην μίγδην» τελείως ανακατεμένα, ανάκατα, με πλήρη ακαταστασία ή σε πλήρη σύγχυση αρχ. ανακατεμένα, ακατάστατα (α. «φύρδην ἐμάχοντο καὶ πεζοὶ καὶ ἱππεῑς», Ξεν. β. «φύρδην πάντα ἐπράττετο», Πολ.).… … Dictionary of Greek
χύμα — ύματος, το, ΝΜΑ, και χῡμα Α νεοελλ. 1. (ως άκλ. επίθ.) (για εμπορεύματα και άλλα υλικά) αυτός που δεν είναι συσκευασμένος (α. «πουλάει χύμα κρασί» β. «αγόρασα ρύζι χύμα») 2. (ως επίρρ.) ανάκατα, σωρηδόν («τοποθέτησε όλο το φορτίο χύμα») 3. η… … Dictionary of Greek
ανάκατος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που περιέχει ξένα στοιχεία ή διάφορης ποιότητας, ανάμειχτος, όχι αγνός: Πουλούσε βούτυρο ανάκατο με μαργαρίνη. 2. ακατάστατος: Έβαλε τα βιβλία μου στη βιβλιοθήκη ανάκατα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)